- καζίκι
- το(λ. τουρκ.)1. πάσσαλος, παλούκι.2. μτφ., δυσκολία, εμπόδιο, μπερδεμένη υπόθεση: Αυτές οι εξετάσεις ήταν μεγάλο καζίκι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καζίκι — το 1. πάσσαλος, παλούκι 2. μτφ. δυσκολία, εμπόδιο, δυσάρεστη ή περίπλοκη υπόθεση («έπαθα ένα καζίκι» μού παρουσιάστηκε δυσάρεστο, μεγάλο εμπόδιο). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kazik] … Dictionary of Greek
καζικιά — η [καζίκι] χρηματική κυρίως ζημιά που επήλθε από δόλο, απάτη ή αισχροκέρδεια άλλου … Dictionary of Greek